ἀποτρόπαια

ἀποτρόπαια
ἀποτρόπαιος
averting evil
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀποτρόπαι' — ἀποτρόπαια , ἀποτρόπαιος averting evil neut nom/voc/acc pl ἀποτρόπαιε , ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Паллада Aфина — (Παλλάς Άθηνά, Άθηναία, Άθηναίη, Άθηνάα, Άθανάα, Άθηνη, Άθάνα, Άσάνα) древнегреческая богиня, принадлежала к числу верховных божеств и почиталась на всем протяжении древнеэллинского миpa. В Аркадии (Άθηνά Άλέα), в Беотии (Ίτωνία Παλλάς), в Аттике …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Паллада Афина — (Παλλάς Άθηνά, Άθηναία, Άθηναίη, Άθηνάα, Άθανάα, Άθηνη, Άθάνα, Άσάνα) древнегреческая богиня, принадлежала к числу верховных божеств и почиталась на всем протяжении древнеэллинского мира. В Аркадии (Άθηνά Άλέα), в Беотии (Ίτωνία Παλλάς), в Аттике …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • побѣжениѥ — ПОБѢЖЕНИ|Ѥ (13), ˫А с. 1.Победа, одоление: тако же и Б҃ъ ѿместье да˫а дь˫аволу. женою первою побѣженье бы(с) дь˫аволу. женою бо первое испаде Адамъ из ра˫а. ѿ жены же воплотивсѧ Б҃ъ. повелѣ в раи внити вѣрнымъ. ЛЛ 1377, 35 об. (986); тако ѹбо… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MAGIA — I. MAGIA fons Siciliae in agro Syracusano. Item urbs Illyriae. Steph. et alia Carmaniae. Ptol. II. MAGIA triplex Vossio: Primum genus totum est in occultis naturae proprietatibus indagandis, et earum operationibus promovendis; adeoque naturâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERIAPTA — Graeca vox Περίαπτα, aliter περιάμματα, a verbo περιάπτω, appendo; interdum ἐξαρτήματα, eâdem notione; etiam ἀποτροπᾶια, ab ἀποτρέπειν, amoliri, und Latinis Amoleta, vulgo amuleta: remedia dicuntur, quibus collo annexi Medici Magi mobos fugare… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • στοιχειώνω — Ν [στοιχειό] 1. κάνω κάποιον στοιχειό με τη θυσία ζωντανού όντος στα θεμέλια εγειρόμενου κτίσματος («αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει», δημ. τραγούδι) 2. (για πρόσ. και πράγμ.) μεταβάλλομαι σε στοιχειό ή καταλαμβάνομαι από… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ναυπλίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, της πλατείας Συντάγματος. Το τριώροφο κτίριο που στεγάζει το μουσείο χτίστηκε το 17ο αι., στη διάρκεια της Ενετοκρατίας, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”